γαρ — γὰρ (σύνδ.) (AM) 1. επειδή 2. βέβαια 3. λοιπόν. [ΕΤΥΜΟΛ. < γε + αρ/άρα. Πρόκειται για συνδυασμό τού επιτατικού γε και τού προσθετικού άρα. Απαντά συχνά στον Όμηρο και σ όλη την αρχαία ελληνική γραμματεία. Εκφράζει κυρίως, αλλά όχι αποκλειστικά … Dictionary of Greek
γάρ — for indeclform (particle) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γάρ' — γάρα , γάρον sauce neut nom/voc/acc pl γάρε , γάρος sauce masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ου γαρ — οὐ γὰρ (Α) 1. μόρια που εκφέρουν αρνητική αιτιολογία σε ευθύ λόγο 2. ελλειπτικώς χρησιμοποιούνται σε αποκρίσεις που γίνονται ερωτηματικώς, όπου πρέπει να εννοηθεί το βεβαιωτικό ναί («τούτους ἀγαθοὺς ἐνόμισας; οὐ γάρ...;», Αριστοφ.) 3.… … Dictionary of Greek
ου γαρ αλλά — οὐ γὰρ ἀλλά (Α) ελλειπτική φράση που χρησιμοποιείται για έκφραση άρνησης με προσθήκη και τής αιτιολογίας της («οὐ γὰρ ἀλλ ὑπερβάλλει τάδε», Ευρ.) … Dictionary of Greek
Ὅ γὰρ βούλεται, τοῦθ’ ἔκαστος καὶ οἴεται. — ὅ γὰρ βούλεται, τοῦθ’ ἔκαστος καὶ οἴεται. См. Верим охотно тому, чего желаем … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ἢ γὰρ ἔρωτι πολλάκις τὰ μὴ καλὰ καλά πέφανται. — ἢ γὰρ ἔρωτι πολλάκις τὰ μὴ καλὰ καλά πέφανται. См. Не по хорошу мил, а по милу хорош … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Eἰ γὰρ δὴ τὸν πάντα χρόνον ἐντεσταμένα ἔιη ἐκρεγείη ἄν. — Eἰ γὰρ δὴ τὸν πάντα χρόνον ἐντεσταμένα ἔιη (τὰ τόξα) ἐκρεγείη ἄν. См. Что больше понатягивать, то скорее лопнет … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ἐγὼ γὰρ λάλος, οὐκ’ ἀνδριὰς εἶναι βούλομαι. — ἐγὼ γὰρ λάλος, οὐκ’ ἀνδριὰς εἶναι βούλομαι. См. Молчит как статуя … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ἡγεῖτο γὰρ ἀνθρώπου εἶναι τὸ ἁμαρτάνειν. — ἡγεῖτο γὰρ ἀνθρώπου εἶναι τὸ ἁμαρτάνειν. См. Человеку свойственно ошибаться … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)